- σεκριτάριος
- ο, ΝΜβλ. σεκρετάριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεκρετάριος — και σεκριτάριος και σηκρητάριος και σεκρετικός, ο, ΝΜ (στο Βυζ.) υπάλληλος τής γραμματείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. secretarius < secretus μτχ. τού secerno «διακρίνω, χωρίζω»] … Dictionary of Greek